- στιπποχειριστής
- στιπποχειριστής, οῦ, ὁ,A agent of the tow-merchants, POxy.1889.6 (v A.D.), 1980 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στιπποχειριστής — ὁ, Α βλ. στυπποχειριστής … Dictionary of Greek
στυπποχειριστής — και στιπποχειριστής, ὁ, Α πράκτορας εμπόρων στύππης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυππ εῖον + χειριστής] … Dictionary of Greek